- κερδοσύνῃ
- κερδοσύνηcunningfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερδοσύνη — κερδοσύνη, ἡ (Α) (κέρδος) 1. πανουργία, δόλος, πονηριά 2. (στον Όμ. μόνο η δοτ. ως επίρρ.) κερδοσύνη με δόλιο τρόπο, με πανουργία, με πονηρία («κερδοσύνῃ ἡγήσατ Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
κερδοσύνη — cunning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεότης — κερδοσύνη cunning fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεότητα — κερδοσύνη cunning fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεότητι — κερδοσύνη cunning fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδοσύνην — κερδοσύνη cunning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδοσύνης — κερδοσύνη cunning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδοσύνῃς — κερδοσύνη cunning fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδοσύνῃσι — κερδοσύνη cunning fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδοσύνῃσιν — κερδοσύνη cunning fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)